ἐμπνέει

ἐμπνέει
ἐμπνέω
blow
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
ἐμπνέω
blow
pres ind act 3rd sg (epic ionic)
ἐμπνέω
blow
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
ἐμπνέω
blow
pres ind act 3rd sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • εμπνέω — (AM ἐμπνέω) 1. εμφυσώ, εμβάλλω σε κάποιον κάτι («μού εμπνέει αυτοπεποίθηση», «ἐνέπνευσε αὐδήν, μένος, θράσος, φόβον κ.λπ.») νεοελλ. 1. συντελώ να γεννηθεί στη σκέψη ή στη φαντασία επιστήμονα ή καλλιτέχνη μια ιδέα, επιστημονική ή καλλιτεχνική… …   Dictionary of Greek

  • ενθουσιαστικός — ή, ό (AM ἐνθουσιαστικός, ή, όν) αυτός που προκαλεί ή εμπνέει ενθουσιασμό («τὰ μὲν ἠθικά, τὰ δὲ πρακτικὰ τὰ δ ἐνθουσιαστικὰ τιθέντες», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση εμπνεύσεως ή ενθουσιασμού, εμπνευσμένος («ἐνθουσιαστική… …   Dictionary of Greek

  • πιστευτικός — ή, όν, Α [πιστεύω] 1. αυτός που δείχνει εμπιστοσύνη σε κάποιον, εύπιστος 2. αυτός που εμπνέει εμπιστοσύνη («ἡ ῥητορικὴ... πειθοῡς δημιουργός ἐστι πιστευτικῆς», Πλάτ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πιστευτικόν το να δείχνει κανείς εμπιστοσύνη («τὸ εὔελπι… …   Dictionary of Greek

  • φοβερός — ή, ό / φοβερός, ά, όν, ΝΜΑ (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί φόβο, τρομακτικός (α. «πικρή ναι η φοβερώτατη / τού κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ. β. «χρηστήρια φοβερὰ καὶ ἐς δεῖμα βαλόντα», Ηρόδ.) νεοελλ. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός,… …   Dictionary of Greek

  • ύποπτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που προκαλεί την υποψία, που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη: Ύποπτη συμπεριφορά. 2. αυτός που έχει υποψίες, ο γεμάτος υποψίες: Η αστυνομία είναι ύποπτη ότι αυτός έκανε την κλοπή. 3. το αρσ. ως ουσ., ύποπτος άνθρωπος που δεν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • въдыхати — ВЪДЫХА|ТИ (4*), Ю, ѤТЬ гл. Вдыхать: всѣ злобѣ послѣдоующа˫а сквѣрнениѩ ѡ(т) корени истъргноутсѩ. иѥрѣи ˫ако фюникъ процвѣтеть х҃во бл҃гооухание сп҃саѥмымъ въдыхающе. и цр҃кви побѣдноую пѣ(с) въспѣвающе. КР 1284, 198г; дѣло паствиньное что есть… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ηγερία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη, προστάτιδα των πηγών και των γυναικών κατά τον τοκετό στη ρωμαϊκή μυθολογία. Σύμφωνα με την παράδοση, υπήρξε σύζυγος και σύμβουλος του βασιλιά Νουμά Πομπιλίου. Μετά τον θάνατό του η H., βαθύτατα λυπημένη, αποσύρθηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”